ἐνηχῶ — ἐνηχέω to be resonant pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνηχέω to be resonant pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνήχῳ — ἔνηχος sounding within masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προενηχώ — έω, Α ενηχώ προηγουμένως, καθιστώ κάτι εκ τών προτέρων ακουστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνηχῶ «ηχώ, αντηχώ»] … Dictionary of Greek
ενήχημα — ἐνήχημα, το (AM) [ενηχώ] μσν. 1. έκφραση, εκδήλωση, απήχημα 2. (θυζ. μουσ.) σύντομη μουσική φράση που ψάλλεται πριν από τον υπό εκτέλεση ύμνο, στο μελωδικό διάγραμμα τού ήχου, στον οποίο ανήκει και στον φθόγγο τής βάσεως του, για να χρησιμεύσει… … Dictionary of Greek
ενήχησις — ἐνήχησις, η (Μ) [ενηχώ] 1. ήχος, θόρυβος, κρότος, παρήχηση 2. φήμη, διάδοση, ψίθυρος 3. μουσική υπόκρουση άσματος … Dictionary of Greek
ενηχίζω — (Μ ἐνηχίζω) 1. γεμίζω κάτι με ήχο, αντηχώ 2. (βυζ. μουσ.) ψάλλω το ενήχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστώτας τού ενηχώ από τους αόριστο και μέλλοντα που συνέπιπταν ακουστικά με τους αντίστοιχους τύπους ρημάτων σε ίζω (πρβλ. ζωγραφώ >… … Dictionary of Greek